antiPoihsis

...του ανειπωτου η αγωνια

Saturday, February 25, 2006

van_ gogh_ almond

Thursday, February 23, 2006

Ο ΛΥΚΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΓΕΡΑΚΙ (VAN GOGH-MOON)


Μια φορά κι ένα καιρό ήταν μια όμορφη κυρά αρχόντισσα κι ένας γενναίος πολεμιστής. Τους έδενε μια αγάπη που όμοιά της δεν είχε δει ο κόσμος ίσαμε τότε. Τους χώριζε μια κατάρα που όμοιά της δεν είχε δει ο κόσμος ίσαμε τότε. Εκείνος μεταμορφωνόταν σε Λύκο σαν έπεφτε ο ήλιος κι εκείνη σε Γεράκι όταν ο ήλιος ανέτελλε.
Έτσι οι δυο αγαπημένοι δεν μπορούσαν ποτέ να συναντηθούν με ανθρώπινη μορφή, παρά μόνο εκείνες τις μαγικές στιγμές που το σκοτάδι της νύχτας έδινε τη θέση του στο φως της αυγής. Αυτή ήταν λοιπόν η μοίρα τους. Τη νύχτα ο Λύκος απελπισμένος να ουρλιάζει στο φεγγάρι, και τη μέρα με το βλέμμα στραμμένο στον ουρανό ν’ αναζητάει το περήφανο πέταγμα του Γερακιού. Αυτή τις νύχτες καβάλα στ’ άλογο ν’ ακολουθεί τον Λύκο στο μοναχικό του ταξίδι-για πού άραγε;- να χαϊδεύει το σκληρό τρίχωμα, να γιατρεύει τις πληγές του απ’ τις παγίδες όταν δεν προλαβαίνει να τον προστατέψει απ’ αυτές, ν’αναζητάει τρυφερότητα στο θολό άγριο βλέμμα και να περιμένει…Να περιμένει την Αυγή, που χαρίζοντάς της φτερά, θα πετάξει ψηλά, πολύ ψηλά, προσμένοντας την λύτρωση που ξέρει πως δεν θα’ ρθει.
Συναντήθηκαν και ξανασυναντήθηκαν σε επόμενες ζωές και εποχές, άλλοτε με άλλη μορφή, η κατάρα όμως πάντα τους κυνηγούσε…Εκείνη πάντα αναγνώριζε εκείνο το θολό άγριο βλέμμα, κι εκείνος το δικό της απέλπιδο πλατάγιασμα των φτερών προς την Ελευθερία.
Τους συνάντησα πολλές φορές, σε διάφορα μέρη. Βλέπετε η δική μου κατάρα είναι να τους παρακολουθώ και να καταγράφω τις πτυχές αυτής της δραματικής πορείας στην αιωνιότητα. Προσπάθησα πολλές φορές να λύσω τα μάγια, να τους γλυτώσω απ’ την κατάρα, αλλοίμονο χωρίς ποτέ να το καταφέρω.
Αν ήξερα τουλάχιστον πώς ν’ άρχισαν όλα…Ρώτησα παντού. Γέρους σοφούς και μάντεις τυφλούς. Κι όλο την ίδια απάντηση έπαιρνα…Αυτή η κατάρα νέε μου έχει τις ρίζες της βαθειά μες στους αιώνες…Στις πυραμίδες διέταξε να τον τυφλώσουν σαν τέλειωσε το χτίσιμο του Ναού του Ήλιου. Έπρεπε να μείνει το μυστικό καλά κρυμμένο…
Κι έπειτα αυτός στον Ευφράτη την ώρα που ‘λουζε τα μακριά μαλλιά της την έπνιξε, γιατί το πρόσωπό της έδειξε σε στρατηλάτη νέο κι όμορφο…τον Μεγαλέξανδρο. Κι όταν στο γύρισμα των καιρών ξανάσμιξαν, άλλη άντρας κι άλλος γυναίκα, σαν Δάσκαλο τον δέχτηκε και του ‘πλεινε τα πόδια…μα αλλοίμονο εξέχασε, στη Ρώμη τον παρέδωσε στους σταυρωτές του. Εκείνος δεν εξέχασε, δεν συγχώρεσε, μάγισσα στην Πυρά διέταξε να την κάψουν…Ο καρδινάλιος.
Έγιναν κι άλλα πολλά στο διάβα των αιώνων…δεν θέλω να θυμάμαι. Πόνος βαθύς, σπαράζει η ψυχή μου. Φύγε, ψάξε…Ο Σταυρός του Νότου σ’ οδηγά.

Πιστός υπηρέτης τους ακολούθησα να τους φροντίζω. Και μια νύχτα, την ώρα που το ουρλιαχτό του Λύκου έσκιζε τον υγρό αέρα κι έκανε τα ζωντανά του Θεού να κρύβονται στις φωλιές τους τρομαγμένα, τη ρώτησα. Γιατί, Κυρά, τον Λύκο ακολουθείς χωρίς να μπορείς να τον αλλάξεις;
Τον Άνθρωπο ακολουθώ…Αυτόν θέλω ν’ αλλάξω, είπε, και σήκωσε το βλέμμα της στον ουρανό. Εκείνη την ώρα δεν κατάλαβα τι ήθελε να πει, κι αποκαμωμένος έγειρα να κοιμηθώ. Το πρωί την είδα να σκίζει τους αιθέρες με τα δυνατά της φτερά. Εκείνος, ζωσμένος την ανήμπορη οργή, κοίταγε περίλυπος τον ουρανό. Σέλωσε το άλογό του και σκεφτικός πήρε ξανά τον δρόμο, ξωπίσω της…Αφέντη, τόλμησα να ρωτήσω…Γιατί την ακολουθάς αφού δεν μπορείς να την αλλάξεις σε γυναίκα; Είδα το βλέμμα του να χάνεται στα σύννεφα και καθώς ακολουθούσε το πέταγμά της στον ουρανό, είπε: γυναίκα μόνο μαζί μου δεν μπορεί να ‘ναι. Γίναν πολλά. Να συγχωρεί δεν ξέρει…
Έμεινα εκεί να κοιτώ μια τον Αφέντη μου και μια το Γεράκι, προσπαθώντας να βγάλω νόημα από τα λόγια τους…μάταιος κόπος. Σε λίγο θα ‘πεφτε το σκοτάδι, έπρεπε να ετοιμαστώ. Να βρω ασφαλές κατάλυμα για την αφέντρα μου που κουρασμένη από τις αναζητήσεις της στον ουρανό θα ‘θελε να ξαποστάσει.
Στο μεταξύ μες το μυαλό μου κλωθογύριζε η ίδια πάντα σκέψη. Τι να ‘ναι αυτό που τη μοίρα τους ορίζει, τι να ‘ναι αυτό που απ’ την αρχή των χρόνων σμίγει άντρα και γυναίκα, και πάλι χώρια τους κρατά, μέχρι να τους ξαναενώσει. Ερμής και Αφροδίτη στο Σύμπαν πορεύονται μαζί και χωριστά, μα σαν το πλήρωμα του χρόνου φτάσει και πάλι θα ενωθούν εις σάρκα μίαν στον αιώνα τον άπαντα…Σαν μήτρα ζεστή και υγρή αυτή μου η σκέψη με παρηγόρησε, ενώ από μακριά το ουρλιαχτό του Λύκου έδειχνε πως για κυνήγι είχε βγει.
Θυμίαμα και προσευχή στον Άναρχο πολλές φορές έστειλα…Σε κύκλους και πεντάλφα τα στοιχειά της Φύσης κάλεσα, Δρυίδες μάγους παρακάλεσα…Μια αύρα θαλασσινή στο τέλος μού το ψιθύρισε.
Μόνο όταν ο ήλιος θα κρυφτεί πίσω απ’ τη σκιά του φεγγαριού, μόνο τότε θα μπορέσουν για μια και μοναδική φορά να συναντηθούν με ανθρώπινη μορφή ο Λύκος και το Γεράκι. Έτσι κι έγινε. ‘Όταν η λάμψη του ήλιου έσβησε, στο απόκοσμο εκείνο φως, έσμιξαν για μια και μοναδική φορά οι δυο εραστές του αιώνιου χρόνου. Μα μόλις το φως του ήλιου ξεχύθηκε στην πλάση, έδωσε ξανά φτερά στην ιέρειά του και του την πήρε και πάλι, κι έμεινε εκείνος μόνος στη γη να παρακολουθεί το πέταγμά της προς τον αφέντη της…
Μα παππού, αυτό το παραμύθι δεν έχει ευτυχισμένο τέλος σαν τα άλλα που τα βράδια μας λες, είπαν τα παιδιά που τόσην ώρα υπομονετικά περίμεναν το τέλος του παραμυθιού.
Ίσως γιατί…ιστορία αληθινή μποεί αυτή να ‘ναι, είπα και χάιδεψα τρυφερά την γάτα που στην αγκαλιά μου καθότανε…Την καινούργια μου προστατευόμενη μου κι αφέντρα…

Wednesday, February 22, 2006

ΟΙ ΘΕΟΙ ΜΕ ΤΙΣ ΔΥΟ ΖΩΕΣ

Ήταν μια φορά και έναν πολύ-πολύ παλιό καιρό, κάτι θεοί μικρούληδες κοντούληδες, ήθελα να πω, γιατι πόσο χρονώ ήσαντε, κανείς ποτέ δεν ήταν μπορετό να καταλάβει, και όσος καιρός κι αν διάβηκε από τότε, κανείς δεν μπόρεσε με σιγουριά να πει. Οι Θεούληδες, το λοιπόν, μη φαντασθείτε ότι ήταν κατάξανθοι με χαλαρές μπούκλες να πλαισιώνουν ένα ροδαλό μουτράκι και άλλα τέτοια γλυκερά. Αλλά τότε, πώς ήταν φτιαγμένοι και από τι υλικό ήταν οι δικοί μου Θεοί? Ε, το λοιπόν, οι δικοί μου, οι μικροί Θεοί, από κέικ σοκολάτα ήσαντε φτιαγμένοι, πασπαλισμένοι με μπόλικη ζάχαρη άχνη. Αύρα θαλασσινή και μυστική τους είχε δώσει πνοή ζωής και κάποιος μάγος κακός τους είχε κάνει τόσο, μα τόσο κακομούτσουνους, που οι άνθρωποι απέστρεφαν με αηδία το πρόσωπό τους όταν από τύχη κακή ξεπρόβαλαν ξαφνικά μπροστά τους.
Κι όμως παιδιά μου, οι Θεούληδες αυτοί δεν ήσαντε κακοί, όπως οι πολλοί νόμιζαν παρασυρμένοι από το κοντό ανάστημα, τις χοντρές μύτες και τα σκληρά δασύτριχα μαλλιά. Και όχι μόνο, στα μικρά σαν ποντικιού μάτια τους έλαμπε εκτός από την φλόγα της αγάπης και εκείνη η ασίγαστη φλόγα της παντοτινής γνώσης και αλήθειας. Αλήθειας…όπως λέμε, χωρίς λήθη, όπως λέμε, γνώση που ξαναθυμηθήκαμε,
Όμως καθόλου δεν τους πείραζε η τιποτένια τους εμφάνιση, γιατι τίποτα δεν ήταν και τα πάντα ήταν, και συνέχιζαν το σπουδαίο έργο τους.
Το έργο τους ήταν να φέρνουν την γνώση στους ανθρώπους μέσα από την α-λήθη(εια), γιατι οι φτωχούληδες οι άνθρωποι γνώριζαν, αλλά στο διάβα των αιώνων, απλά, είχαν αλησμονήσει οι καημένοι! Και άλλοι είχαν βολευτεί στην αλησμονιά τους, ή είχαν βρει υποκατάστατα του παραδείσου-χρήμα και εξουσία- για να πω κάποια από δαύτα..

Το έργο λοιπόν των Θεών –τους αξίζει, νομίζω, να τους αποκαλούμε έτσι- ήταν να πείθουν τους ανθρώπους να δοκιμάσουν, κομματάκι-κομματάκι, το τόσο αποκρουστικό σώμα τους, που είχε όμως γεύση κέικ σοκολάτα πασπαλισμένο με ζάχαρη άχνη, για να ξαναθυμηθούν….
Και μόνο όσοι είχαν την υπομονή να φτάσουν μέχρι την καρδιά που είχε γεύση από θεϊκό νέκταρ, κέρδιζαν την απόλυτη γνώση.
Όμως τότε, ο μικρούλης Θεός πέθαινε, μα τη θέση έπαιρνε ο άνθρωπος που γινότανε πια μικρός Θεός….
Γι’ αυτό, παιδιά μου, οι Θεοί είναι αθάνατοι, γιατι υπάρχουν οι άνθρωποι που διψούν να ξαναθυμηθούν…..

Sunday, February 19, 2006

Αν μου ζητουσαν να ζωγραφισω την γενναιοτητα, μια μυγδαλια ανθισμενη θα σκαρωνα καταμεσις του χειμωνα...